-
1 ἐρείπω
ἐρείπω, fut. ἐρείψω, aor. ἤρειψα (κατερήριπε), perf. pass. ἐρήριμμαι, ep. ἐρέριπτο, u. einfach ἤρειπτο, Plut. Brut. 42, aor. pass. ἐρείφϑην, – 11 Transit. umstürzen, niederwerfen, einreißen, zerstören, ὄχϑας, ἐπάλξεις, Il. 12, 258. 15, 356; pass., τεῖχος ἐρέριπτο, die Mauer war niedergerissen, 14, 15; übertr Soph. ἐρείπει ϑεῶν τις γένος, Ant. 592; προμαχεῶνα ἐρεῖψαι Her. 1, 164; ὡς ἐρείψων τὰ τείχη Xen. Cyr. 7, 4, 1; Sp., τὰς πλείστας τῶν οἰκιῶν ὁ σεισμὸς ἤρειψε Plut. Cim. 16. – 2) im pass. mit aor. II. act. ἤριπον intr., niederstürzen, hinstürzen, einfallen, ἤριπε δ' ὡς ὅτε τις δρῦς ἤριπεν Il. 13, 389; so öfter von fallenden Kriegern, von fallenden Bäumen, 21, 243; γνὺξ δ' ἔριπ' οἰμώξας, in die Kniee sinken, 5, 68; Od. öfter; βοῦς ἤριπε καὶ ἔϑανε Hes. Th. 858; ἐρεί. πεται μέγας κτύπος Διόβολος, der Donner rollt nieder, Soph. O. C. 1462; ἐν ἐρειπίοις νεκρῶν ἐρειφϑείς, niedergestürzt unter die todten Thiere, Ai. 302; in späterer Prosa wieder häufiger, τῶν πύργων ἐρειπομένων Pol. 1, 42, 10; ἐρηριμμένου τείχους Arr. An. 1, 21, 6; D. Cass. 68, 24; übertr., τῶν προτεταγμένων δυνάμεων ἐρειπομένων εἰς αὐτόν, da die Truppen sich auf ihn warfen, Plut. Alex. 33. – Bei Pind. Ol. 2, 47 ist ἐριπέντι Πολυνείκει, statt ἐριπόντι, die richtige Lesart nach Böckh.
См. также в других словарях:
ερείπω — ἐρείπω (Α) 1. μεταβάλλω σε ερείπια, κατεδαφίζω, καταστρέφω, κατακρημνίζω («ἐρέριπτο δὲ τεῑχος Ἀχαιῶν» γκρεμίστηκε το τείχος τών Αχαιών, Ομ. Ιλ.) 2. εξολοθρεύω, καταστρέφω («ἐρείπει γένος θεῶν τις» κάποιος από τους θεούς εξολοθρεύει το γένος,… … Dictionary of Greek